παραγνωρίζομαι

παραγνωρίζομαι
παραγνωρίζομαι, παραγνωρίστηκα, παραγνωρισμένος βλ. πίν. 34
——————
Σημειώσεις:
παραγνωρίζω, παραγνωρίζομαι : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά σημαίνει δεν αναγνωρίζω, δεν εκτιμώ σωστά την αξία ατόμου ή πράγματος.
Ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα σημαίνει γνωρίζω πολύ καλά (σε εκφρ. όπως: το γνωρίζω και το παραγνωρίζω).
Στην παθητική φωνή, το σύνθετο ρήμα με το επίρρ. πάρα χρησιμοποιείται κυρίως σε εκφρ. όπως: παραγνωριστήκαμε με την έννοια έχουμε υπερβολική οικειότητα.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραγνωρίζω — ΝΜ κάνω κακή κρίση ή εσφαλμένη αναγνώριση, παρορώ νεοελλ. 1. δεν εκτιμώ κάτι όσο πρέπει, δεν αποδίδω την αρμόζουσα εκτίμηση σε κάτι, υποτιμώ, αψηφώ («παραγνωρίζει την αξία του») 2. κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, τόν παίρνω για κάποιον άλλο 3 …   Dictionary of Greek

  • παραγνωρίζω — παραγνωρίζω, παραγνώρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: παραγνωρίζω, παραγνωρίζομαι : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά σημαίνει → δεν αναγνωρίζω, δεν εκτιμώ σωστά την αξία ατόμου ή πράγματος. Ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα σημαίνει → γνωρίζω πολύ καλά (σε… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”